επανάκλησις

επανάκλησις
(-εως) η
1) повторный вызов, приглашение; 2) отзыв, возвращение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επανάκλησις" в других словарях:

  • ἐπανάκλησις — recall fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακλήσει — ἐπανάκλησις recall fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπανακλήσεϊ , ἐπανάκλησις recall fem dat sg (epic) ἐπανάκλησις recall fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανάκλησιν — ἐπανάκλησις recall fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανάκληση — η (AM ἐπανάκλησις) [επανακαλώ] επαναφορά στην προηγούμενη θέση, αποκατάσταση μσν. επαναφορά στις αισθήσεις αρχ. 1. πρόκληση, αντίδραση («ποιῶ ἐπανάκλησιν» προκαλώ επαναφορά, αντίδραση «ψυχροῡ πολλοῡ κατάχυσις θέρμης ἐπανάκλησιν ποιέει», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

  • ἐπανακλήσεως — ἐπανακλήσεω̆ς , ἐπανάκλησις recall fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»